- ἀχείρωτος
- ἀχείρωτος, ον,A untamed, unconquered, Th.6.10, D.S.5.15.II ἀ. φύτευμα, of the olive, not planted by man's hand, S.OC698 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αχείρωτος — ἀχείρωτος, ον (AM) [χειρώ] ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος αρχ. φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα» (για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου … Dictionary of Greek
ἀχείρωτος — untamed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείρωτον — ἀχείρωτος untamed masc/fem acc sg ἀχείρωτος untamed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειρώτους — ἀχείρωτος untamed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειρώτῳ — ἀχείρωτος untamed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείρωτα — ἀχείρωτος untamed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείρωτοι — ἀχείρωτος untamed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχειρούργητος — η, ο (Α ἀχειρούργητος, ον) νεοελλ. (για ασθενείς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειρουργηθεί αρχ. ο αχείρωτος … Dictionary of Greek